-
1 ὁμοιόω
ὁμοιόω, ähnlich, gleich machen, vergleichen; στυγέῃ δὲ καὶ ἄλλος ἶσον ἐμοὶ φάσϑαι καὶ ὁμοιωϑἧμεναι ἄντην, Il. 1, 187, wie Od. 3, 120, mit mir verglichen zu werden; ὁμοιώσασ' ἐμοὶ εἴδωλον ἔμπνουν, Eur. Hel. 33; ὀργὰς πρέπει ϑεοὺς οὐχ ὁμοιοῦσϑαι βροτοῖς, Bacch. 1346; ἄστροις ὁμοιωϑέντε, Hel. 139; ὁμοιοῦν ἑαυτὸν ἄλλῳ ἢ κατὰ φωνήν, Plat. Rep. III, 393 c; πρὸς τὰ παρόντα τὰς ὀργὰς τῶν πολλῶν ὁμοιοῖ, Thuc. 3, 82; oft bei Sp., wie N. T. – Med., τὰς πάϑας τὰς Κύ-ρου τῇσι ἑωυτοῦ ὁμοιούμενος, Her. 1, 123; ἐπιτηδεύων ἀρετὴν εἰς ὅσον δυνατὸν ἀνϑρώπῳ ὁμοιοῦσϑαι, Plat. Rep. X, 613 b; – pass., ἄνδρα ἀρετῇ παρισωμένον καὶ ὡμοιωμένον, Rep. VI, 498 e; ὁμοιοῦταί τινι, Isocr. 2, 31; μηδ' ὁμοιωϑῆναι τοῖς πολλοῖς, Thuc. 5, 103; Folgde.
См. также в других словарях:
ομοιώνω — (ΑΜ ὁμοιῶ, όω) [όμοιος] 1. καθιστώ κάποιον ή κάτι όμοιο, σύμφωνο με κάποιον ή με κάτι άλλο, εξομοιώνω («τοῑς μὲν πεπλασμένοις καὶ τοῑς γεγραμμένοις οὐδεὶς ἄν τὴν τοῡ σώματος φύσιν ὁμοιώσειε», Ισοκρ.) 2. θεωρώ κάποιον ή κάτι όμοιο με κάποιον ή με… … Dictionary of Greek